- μικρούλικος
- -η, -ο(υποκορ. τού μικρούλης, πάρα πολύ μικρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικρούλικος — η, ο ο πολύ μικρός, ο μικρούλης: Τα καναρίνια γεννούν μικρούλικα αβγά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μικρούτσικος — η, ο ο πολύ μικρός, ο μικρούλικος: Έχει μικρούτσικα μάτια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)